- λεγάτος
- ο легат, папский посол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
ληγάτος — ληγᾱτος, ὁ (Μ) βλ. λεγάτος … Dictionary of Greek
Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… … Dictionary of Greek
Αλμπερόνι, Τζούλιο — (Giulio Alberoni, 1664 – 1752). Ιταλός καρδινάλιος και πολιτικός. Γόνος ταπεινής οικογένειας, στράφηκε νεότατος προς τα εκκλησιαστικά και σύντομα διακρίθηκε για την ευφυΐα και την ευστροφία του. Έπειτα από μια περίοδο στην αυλή των Φαρνέζε,… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Βενέδικτος — I Όνομα παπών και αντιπάπων της Kαθολικής Εκκλησίας. 1. Β. Α’, ο επονομαζόμενος Μπονόζο. Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (575 578). Ρωμαϊκής καταγωγής, διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των… … Dictionary of Greek
Βίκτωρ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησεστην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου (138 160).Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. 2. Στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας. Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα (54 68). Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Γουόλσεϊ, Τόμας — (Thomas Wolsey, Ίπσουιτς 1471; – Αβαείο του Λέστερ 1530). Άγγλος κληρικός. Το 1515 ο Λέων Γ’ τού απένειμε το αξίωμα του καρδινάλιου και τρία χρόνια αργότερα ονομάστηκε παπικός λεγάτος στην Αγγλία. Έγινε καγκελάριος του κράτους και υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
Κανίδιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γναίος Κ. (1ος αι. π.Χ.). Συνόδευσε τον Κάτωνα στην Κύπρο το 57 π.Χ. 2. Κράσσος Κ. (; – 30 π.Χ.). Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως λεγάτος υπό τον Λέπιδο στη Γαλατία το 43 π.Χ. Έγινε φανατικός… … Dictionary of Greek
Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… … Dictionary of Greek